μονήρεις

μονήρεις
μονήρης
solitary
masc/fem acc pl
μονήρης
solitary
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγγείωμα — το Ιατρ. συγγενείς, μονήρεις ή πολλαπλές, αγγειακές αλλοιώσεις, οι οποίες αποτελούνται από μάζες αιμοφόρων αγγείων που εισδύουν στον οστίτη ιστό (οστά) ή σε άλλους ιστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αγγείο + κατάλ. ωμα, πρβλ. νεολατιν. angioma] …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

  • υδρόμορφα — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια γυμνοβλαστικών υδροειδών υδροζώων τών γλυκών νερών, στην οποία ανήκουν μονήρεις πολύποδες χωρίς γενεά μεδουσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μορφή] …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”